Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Η γενιά του ’80 ως προάγγελος του σύγχρονου μπεστ-σέλερ

Του Γ.Ν. Περαντωνάκη
Οι έλληνες συγγραφείς της δεκαετίας του ’80 θεωρούνται ότι αποστασιοποιήθηκαν ριζικά από τους προκατόχους τους και έδωσαν το δικό τους στίγμα στον χάρτη της ελληνικής πεζογραφίας. Βασικό σημείο καμπής στάθηκε η απομάκρυνσή τους από το πολιτικό μυθιστόρημα, γενικότερα από την αφήγηση της δημόσιας ζωής, και η ανάδυση του ατομικού βίου ως πυρήνα της θεματικής των έργων τους.
bestsellersΕκεί γύρω στα 1980 πρωτοεμφανίζονται κείμενα που προσανατολίζονται σ’ αυτό ακριβώς το προσωπικό σύμπαν και σκόπιμα αγνοούν, ή έστω περιορίζουν, τις συζητήσεις για την πολιτική, την αριστερά και τη δεξιά, τη μεταπολίτευση και τους αγώνες για τη δημοκρατία. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (1959- ) δημοσιεύει τα «Κομματάκια» (1979) και τα «Διόδια» (1982), ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) την «Υπόθεση μπεστ σέλερ» (1980), ο Πέτρος Τατσόπουλος (1959- ) τους «Ανήλικους» (1980) και «Το παυσίπονο» (1982), ο μεγαλύτερος Γιάννης Ξανθούλης (1947- ) τον «Μεγάλο θανατικό» (1981) και την «Οικογένεια Μπες-Βγες» (1982), ο Άρης Σφακιανάκης (1958- ) τη συλλογή διηγημάτων «Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ» (1981) και η Έρση Σωτηροπούλου (1953- ) τη «Φάρσα» (1982).
Καταρχάς, θεωρήθηκαν οι αναγεννητές μιας κορεσμένης λογοτεχνίας η οποία λιβάνιζε συνεχώς αγώνες και συλλογικές θυσίες και ακολουθούσε έναν φθαρμένο ρεαλισμό ή μάλλον έναν φορτωμένο μοντερνισμό. Αυτοί αντίθετα επικέντρωσαν γόνιμα τον ρεαλισμό τους στην κοινωνία της εποχής, στο ατομικό όραμα, στο σοσιαλιστικό μοντέλο του Ανδρέα Παπανδρέου, χωρίς όμως αναφορές στην πολιτική και χωρίς μεγάλες αφηγήσεις. Και μερικοί από αυτούς, λίγο ή πολύ, κατάφεραν να γράψουν έργα που να πείθουν ότι ο ατομικός βίος (του οικογενειακού συμπεριλαμβανομένου) είναι μια παραγνωρισμένη πτυχή, ένας χώρος που αναδεικνύει υπαρξιακές, κοινωνικές και ψυχολογικές αναζητήσεις του ανθρώπου.
Στροφή προς την ιδιωτική σφαίρα
Η στροφή όμως αυτή έκανε τη λογοτεχνία –πέρα από τον δημιουργικό αέρα που ευαγγελίστηκε– να πάρει μια επικίνδυνη κλίση και να γείρει μονόπλευρα, τουλάχιστον για το ευρύ κοινό, όταν τη δεκαετία του ’90 πλείστοι άλλοι και πλείστες άλλες ανήγαγαν το ατομικό μικροσκηνικό σε μπεστ σέλερ, το προσωπικό σε σκανδαλώδες και το ιδιωτικό σε τηλεοπτικό. Σ’ αυτό συνέβαλαν η ιδιωτική τηλεόραση κι η εικόνα που αυτή εγκαθίδρυσε, η εκδοτική έκρηξη που αποτέλεσε ευρύχωρη βιομηχανία επίδοξων συγγραφέων και η ευμάρεια του πληθυσμού που μπορούσε να καταναλώσει μαζικά βιβλία, τραγούδια και ταινίες μίας χρήσης. Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’80 –όχι όλοι βέβαια, ούτε σε όλα τους τα έργα–, αν δεν το είχαν εξ αρχής, απέκτησαν στη συνέχεια το μικρόβιο της μπεστσελερικής γραφής, στράφηκαν στις ιδιωτικές ιστορίες για να αποθεώσουν το σεξ, την απιστία, την ευδαιμονιστική ζωή, τα στερεότυπα της τηλεόρασης, τους διαλόγους γεμάτους ατάκες, το ευφυολόγημα κ.λπ.
Νομίζω ότι οι πιο συνεπείς πεζογράφοι σ’ αυτήν τη γραμμή, που ξεκίνησε επαναλαμβάνω ως καινοτομία ανανέωσης και κατάντησε εμπορική λογοτεχνία για όσους βλέπουν το μυθιστόρημα ως κλειδαρότρυπα, είναι ο Βαγγέλης Ραπτόπουλοςκαι ο Άρης Σφακιανάκης.
raptopoulosΟ πρώτος γράφει στο τέλος του 2012 την «Πιο κρυφή πληγή» (εκδ. Ίκαρος), όπου, επιχειρώντας να προσδώσει στη ρεαλιστική του γραφή –τη συχνά μέσα στο έργο χαλαρή και άσκοπα ερωτική– πολιτικό βάθος, αναθέτει στον νεαρό ήρωά του το ρόλο του “ανασκαφέα” αντιπροσωπευτικών ιστοριών και φωτογραφιών από τα Δεκεμβριανά χάρη στον πρώτο του έρωτα. Στην πράξη, όμως, το μυθιστόρημα του Β. Ραπτόπουλου, ενώ έχει τις προδιαγραφές εκ της σύλληψής του να συνθέσει με συνεχείς συνάψεις το παρόν και το παρελθόν, το λογοτεχνικό και το ιστορικό, εκπίπτει σε ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων στοιχείων. Όλα αυτά προδίδουν συνειδητή(;) έλλειψη οικονομίας, η οποία ίσως οφείλεται στην ανάγκη του πεζογράφου να συνδυάσει το συλλογικό (την Ιστορία) με το ατομικό (έρωτα), ώσμωση που στην εκτέλεσή της οδηγεί σε μια διπλή αποτυχία.
sfakianakisΟ Άρης Σφακιανάκης, από την άλλη, στις «Παντρεμένες» (εκδόσεις Κέδρος 2013) τοποθετεί εξ αρχής τον ήρωά του, ένα alter ego του εαυτού του (το όνομα Σατανάκης είναι δηλωτικό), στο κέντρο μιας σειράς ερωτικών προσκλήσεων που απευθύνονται σε παντρεμένες και επιδιώκουν να ανορθώσουν την αυτοπεποίθησή τους, ενώ εκείνος προσπαθεί να αναθερμάνει τη σεξουαλική τους ζωή. Απιστίες, ευφυολογήματα, μάρκες ακριβών αρωμάτων και τσαντών, ατακοφόροι διάλογοι είναι τα συστατικά με τα οποία στήνει ο συγγραφέας το μπεστ-σέλερ του. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, όπως όλα τα ομοειδή του, έχει δόσεις σάτιρας και (αυτο)ειρωνείας, δελεάζει τον αναγνώστη με τις εύκολες σκηνές που στήνει μπροστά του, αλλά μένει τελικά, σχεδόν εκ προθέσεως, στην επιφανειακή προσέγγιση των ανθρώπινων σχέσεων.
Τα δύο αυτά έργα, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, είναι μόνο δυο από τα πολλά άλλα που ξεπήδησαν τα τελευταία τριάντα χρόνια από τις πέννες μερικών συγγραφέων της γενιάς του ’80, μερικά από τα έργα που φλέρταραν και συχνά παντρεύτηκαν το εμπορικό μυθιστόρημα της ρηχής γραφής και της σκανδαλοθηρικής θεματικής. Ακολούθησαν κι άλλοι συγγραφείς, που άλλοτε μπαίνουν κι άλλοτε όχι στο πεδίο τής ευπώλητης γραφής. Φυσικά όμως η έκρηξη έγινε με πλείστες κυρίως γυναίκες που αξιοποίησαν το κοινό, το οποίο είχε ήδη διαμορφωθεί ώστε να είναι δεκτικό στη λογοτεχνία του ατομικού, να θέλει να βρει καθημερινά πρότυπα και να θέλγεται από τηλεοπτικά μοντέλα συμπεριφοράς, και έγραψαν δεκάδες μπεστ-σέλερ εύκολης λογοτεχνίας, δείγμα της μαζικής κουλτούρας των καιρών.
Το άτομο στο κέντρο του κόσμου
Αν λοιπόν η κριτική κατηγόρησε και κατηγορεί διά της σιωπής τα βιβλία των Μ. Παπαθανασοπούλου, Λ. Μαντά, Χρ. Δημουλίδου και πολλών άλλων, θα έπρεπε να δείξει την ίδια απαξιωτική διάθεση και προς μερικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’80, όσοι εξέθρεψαν ένα τέτοιο κοινό, δημιούργησαν τις βάσεις για να φυτρώσει η μετέπειτα ευπώλητη λογοτεχνία, συνεχίζουν και τώρα να προβάλλουν το μυθοπλαστικό εγώ τους ως άξονα μιας αφήγησης που βλέπει πολύ καλά το δέντρο αλλά δεν θέλει να δει καθόλου το κοινωνικό δάσος.
Η τάση αυτή εξακολουθεί και σήμερα να παραμερίζει τη μεγάλη αφήγηση, είτε αυτή λέγεται πολιτική, είτε έθνος, είτε Ιστορία ή να τη θέτει στην υπηρεσία του ατόμου, του οποίου η ζωή έχει μεγαλύτερη σημασία. Το πρόβλημα δεν είναι η στροφή αυτή καθεαυτή, αλλά η σύλληψη του κόσμου τόσο ατομοκεντρικά, τόσο στενά βιογραφικά ή ψευδοβιογραφικά, η αναγωγή του υποκειμένου σε άξονα που γυρίζει τη γη, η απαξίωση του ψυχικού έρωτα και η αντικατάστασή του από τη φαρσική του εκδοχή, ώστε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, από τη δεκαετία του ’80 έως και σήμερα, διαμορφώνεται ως μάζα άβουλως πολιτών οι οποίοι διαβάζουν λογοτεχνία όπως θα διάβαζαν τα περιοδικά ποικίλης ύλης στα κομμωτήρια.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ

Feedzilla: Europe News

BBC News - Politics

Harvard Magazine email Archive Feed

ΤΥΠΟΣ

« »

EMSC - Last 50 earthquakes worldwide