Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Σινκανσέν



nursesTου Άκη Παπαντώνη*
Ο διάδρομος είναι χαμηλοτάβανος, μακρύς. Ατελείωτος όπως τα τρένα στα καρτούν που έβλεπες μικρός. Κάθε τρίτη πόρτα φωτίζεται από μια λάμπα αλογόνου. Κουβαλάς μια μεγάλη ροζ τσάντα. Και μια μικρή μαύρη. Κι ένα θερμός με καφέ φίλτρου. Αν κάποιος σε έβλεπε θα έλεγε πως το ‘χεις ξανακάνει. (Δεν το έχεις.) Ο διάδρομος είναι ήσυχος. Η ησυχία σου τρυπάει τα μηνίγγια. Νιώθεις το μαλακό πάτωμα να βράζει. Την ημικρανία να κλιμακώνεται. Αυτή τη στιγμή θα ήταν το πιο λυτρωτικό βάσανο, σκέφτεσαι. Τρίβεις μηχανικά, με κυκλικές κινήσεις του αντίχειρα, το σημάδι στον δεξί σου παράμεσο. Στον αριστερό σου ώμο στηρίζονται πέντε δάκτυλα. Με φαγωμένα νύχια. Ακολουθείτε δυο γάμπες τυλιγμένες σε λευκό καλσόν κατά μήκος του διαδρόμου. Οι τρεις σας ένα μικρό τρενάκι. Σαν εκείνα τα ξύλινα που έπαιζες μικρός. Στο δωμάτιο 4 στρίβετε. Στα ιαπωνικά ο αριθμός τέσσερα, σι, ηχεί όπως η λέξη θάνατος – το μόνο πράγμα που κράτησες από την Ιαπωνία. Μαζί με το τρένο-σφαίρα, το Σινκανσέν.
 Ο πατέρας του πατέρα σου είχε έναν κάλλο στον παράμεσο του δεξιού χεριού – στο δάκτυλο που φορούσε τη βέρα. Όταν έφτασαν από το Νοβορσίσκι, έπιασε δουλειά στη Χαρτοποιία. Εικοσιτρία χρόνια στο ίδιο πόστο. Την ίδια κίνηση. Το δεξί χέρι –«το καλό»– να δουλεύει τη μηχανή. Κι η βέρα, που του έπεφτε από την πρώτη μέρα μεγάλη, να τρίβεται στο δέρμα. Εικοσιτρία χρόνια μετά το Πάρκινσονς τον έστειλε, πρόωρα, στη σύνταξη. Ο φόβος του για το επέκεινα, μετά το θάνατο της γιαγιάς σου, στο στασίδι της Ενορίας. Η άνοια στο κατώφλι του τίποτα.
Πριν απ’ όλα αυτά, παιδί ακόμα, περνούσες τα καλοκαίρια μαζί του στο χωριό. Τον θυμάσαι απόκοσμα ψηλό. Να καπνίζει άφιλτρο 22 Μπλε. Είχατε τα ίδιο χρώμα ματιών. Κάθε απόγευμα σε πήγαινε στη θάλασσα. Περνούσατε περιβόλια, τον παλιό σταθμό της χωροφυλακής. Τις γραμμές του τρένου με την επείγουσα προσοχή χειρουργού (και του βοηθού του). Στην παραλία διάλεγε πάντα μια θέση κάτω από τα αρμυρίκια, μακριά απ’ τον κόσμο. Και σε παρακολουθούσε να μπαινοβγαίνεις στο νερό. Δε γνώριζες πως περνούσε την ώρα του τρίβοντας μηχανικά τον κάλλο στον παράμεσο του δεξιού του χεριού με τον αντίχειρά του επειδή φοβόταν. Κι έτσι έκανες παράτολμες βουτιές για να τον εντυπωσιάσεις. Όταν, τελικά, έβγαινες από τη θάλασσα σε σκούπιζε με μια (την ίδια) πετσέτα, σκληρή σαν γυαλόχαρτο. Και παίρνατε τον (ίδιο) δρόμο της επιστροφής.™
 Το δωμάτιο 4 είναι τεράστιο. Μυρίζει φορμόλη και μαύρο τσάι. Ακουμπάς τη ροζ τσάντα σε μια κουνιστή καρέκλα, τη μαύρη στο πάτωμα. Και το θερμός στο ραφάκι του νιπτήρα. Οι λευκές γάμπες βγαίνουν από μια πόρτα στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Θα ορκιζόσουν πως δεν υπήρχε πόρτα εκεί όταν μπήκατε. Την ίδια στιγμή τα δάκτυλα με τα φαγωμένα νύχια αφήνουν τον αριστερό σου ώμο. Αγκαλιάζουν το διογκωμένο υπογάστριο λες και προσπαθούν να στηρίξουν το βάρος του συνδυασμού των γονιδίων σας. Εσύ κοιτάς γύρω σου – από αμηχανία, φόβο ή περιέργεια, δεν έχει σημασία. Η δική σου παλάμη, έτσι κι αλλιώς, δεν θα άντεχε το βάρος. Ένα λευκό ανθρωπάκι, σε πράσινο νέον φόντο, πάνω από την πόρτα δείχνει την έξοδο. Από κάτω μια δυσπρόφερτη λέξη. Βγάζεις το κινητό απ’ την τσέπη. Δεν έχεις ποιον να πάρεις τηλέφωνο. Σε παρηγορεί το ότι δεν έχεις σήμα. Τόκυο-Αθήνα-Μόναχο σε έξι μήνες, αν μετράς σωστά. Φωτογραφίζεις το μεταλλικό κρεμαστράκι στον τοίχο. Ύστερα την παροχή οξυγόνου στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Βλέπεις τον παππού και τον πατέρα σου, τον ένα μέσα στον άλλο (απόκοσμη γκαστριά) ν’ ανασαίνουν με τη βοήθεια της συσκευής. Τρίβεις τα μάτια σου. Μέχρι να τα ξανανοίξεις οι λευκές γάμπες έχουν επιστρέψει στο δωμάτιο. «Όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα», λένε σε μια γλώσσα που με δυσκολία αντέχεις. Γνέφεις καταφατικά. Σαν να καταλαβαίνεις.
 Θυμάσαι να διαβάζεις στον παππού σου αστυνομικές ιστορίες. Να σε ακούει, από το κρεβάτι του γηροκομείου με άδειο βλέμμα. Με χέρια που τρέμουν. Θυμάσαι την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκες. Δύο χιαστί δερμάτινα λουριά τον κρατούσαν στο κρεβάτι. Εκείνος, 85 γεμάτα, τρίβει τον κάλλο στον δεξί του παράμεσο με τον αντίχειρά του. Φοράει μάσκα οξυγόνου. Και λέει στον εγγονό του –χωρίς πάντως να σ’ αναγνωρίζει– πως δεν θέλει να φύγει. Βγάζεις τα γυαλιά σου. Τρίβεις τα μάτια σου. Φλουταρισμένες εικόνες από τα καλοκαίρια στο χωριό προβάλλονται στα κλειστά βλέφαρά σου. Τρέχουν σαν το τρένο-σφαίρα. Και στέκεσαι εκεί, στο μέσο ενός δωματίου που μυρίζει οινόπνευμα και ούρα, ανακουφισμένος πρώτη φορά που είσαι τόσο μύωπας.
Θυμάσαι να διαβάζεις στον πατέρα σου φωναχτά συνταγές μαγειρικής, ενώ του ετοίμαζες (τον ίδιο) νερόβραστο φιδέ. Κι εκείνος να σου λέει, ξανά και ξανά, την ίδια ιστορία. Για τη μυρμηγκιά στον παράμεσο του δεξιού του χεριού. Που την έβγαλε στο Λονδίνο. Το πρωί που έχασε τη γυναίκα του. Μόλις είχες γεννηθεί. Τον θυμάσαι να λέει πως δεν ήξερε τι να σε κάνει. Πως ένιωθε υπεράριθμος σε ένα δωμάτιο που ήσασταν μόνο οι δυο σας. Πως σε κοιτούσε που έκλαιγες και προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τη μυρμηγκιά σκάβοντας το δέρμα με το νύχι του δεξιού του αντίχειρα.
Αν μπορούσες να το ξανακάνεις, θα διάβαζες συνταγές μαγειρικής στον παππού σου, μήπως σκαρώσετε μαζί το φίλτρο της τρυφερότητας. Και στον πατέρα σου αστυνομικές ιστορίες, μήπως ανακαλύψει ποιος δεν ήταν ο ένοχος εκείνο το πρωί στο Λονδίνο.
 Τον παππού και τον πατέρα σου στο κρεβάτι αντικαθιστά εκείνη. Οι λευκές γάμπες –τώρα μαζί κι ένα διαπεραστικό γαλανό βλέμμα– της μιλάνε. Με την ίδια βαριά εκφορά. Πλησιάζεις. Η ημικρανία ξανάρχεται. Στομώνει την ακοή σου. Δεν ξέρεις τι να κάνεις τα χέρια σου. Ένα άλλο ζευγάρι λευκές γάμπες εμφανίζεται. Σπρώχνει ένα τραπεζάκι με ρόδες. Επάνω ο παλμογράφος. Τη συνδέουν. Οι λευκές γάμπες κάτι λένε. Κανείς από τους δυο σας δεν καταλαβαίνει. Ο πατέρας κι ο παππούς σου εμφανίζονται ξανά. Στην κορυφή της πρησμένης κοιλιάς. Χορεύουν εναλλάξ έναν απντάλικο χορό στο ρυθμό των χτύπων του μηχανήματος. Καρφώνεις το βλέμμα στο μόνιτορ. Σε κάθε κορυφή του παλμογράφου η φλέβα που διατρέχει το μέτωπό σου φουσκώνει. Σε κάθε κοιλάδα τα γόνατά σου λύνονται. Το δωμάτιο διαστέλλεται. Στην κορύφωση του χορού οι τέσσερεις λευκές γάμπες μιλάνε κόντρα τέμπο, ο πατέρας κι ο παππούς σου στροβιλίζονται ριγμένοι στα γόνατα, εσύ το βλέμμα στο μόνιτορ, τα πέντε δάκτυλα πιασμένα στο μπράτσο σου σε σφίγγουν. Πονάς. Το μαλακό πάτωμα υποχωρεί. Το πρησμένο υπογάστριο ματώνει κι αδειάζει.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο χρόνος κυλάει αντίστροφα με δαιμονισμένη ταχύτητα. Ένα μελανό ανθρωπάκι κλαίει κουλουριασμένο γύρω από το λώρο του, σαν ατμομηχανή μπλεγμένη με τα βαγόνια της. Το δεύτερο υπερηχογράφημα στο Μόναχο δείχνει αγόρι. Αν ο πατέρας κι ο παππούς σου δεν είχαν γίνει στάχτες θα έκλαιγαν μ’ αναφιλητά. Το πρώτο στην Αθήνα έδειξε κορίτσι. Το Σινκανσέν, της γραμμής Γιοκοχάμα-Τόκυο, ξεκινά το ταξίδι της επιστροφής. Ο πατέρας σου πεθαίνει από ανακοπή στον ύπνο του. Η ημικρανία δεν λέει να σε αφήσει. Το δωμάτιο 4 ακόμα διαστέλλεται. Κι εσύ, τόσος δα, με χειρουργικό ψαλίδι αντί για δάκτυλα, δεν ξέρεις από ποια άκρη ν’ αρχίσεις να κόβεις. Αυτός ο λώρος είναι φτιαγμένος από το πιο ισχυρό υλικό. Το λευκό ανθρωπάκι, σε πράσινο νέον φόντο, πάνω από την πόρτα δείχνει την έξοδο – θες να κόψεις προσεκτικά το περίγραμμά του, να το ακουμπήσεις στο πάτωμα. Και να το δεις να τρέχει μακριά.
Άκης Παπαντώνης
***
papantonisΟ Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Πεζά του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και βρετανικά λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματά του στην Εφημερίδα των Συντακτών. Διακρίθηκε στους διαγωνισμούς Hotel Μετανάστευση και ΛόγωΤέχνης και συμμετείχε στους αντίστοιχους συλλογικούς τόμους (Πατάκης, 2007 & Καλέντης, 2013).



Feedzilla: Europe News

BBC News - Politics

Harvard Magazine email Archive Feed

ΤΥΠΟΣ

« »

EMSC - Last 50 earthquakes worldwide