Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ο πεζογράφος και το πιθάρι του


alt


Του Κώστα Αγοραστού
Διαβάζοντας ξανά, στην επανέκδοση του Πατάκη, το μικρό αυτό βιβλίο της Μάρως Δούκα, Ο πεζογράφος καιτο πιθάρι του, σκέφτηκα: Η Μάρω Δούκα, αν αγαπάει κάτι πιο πολύ από τη λογοτεχνία αυτό είναι οι ίδιοι οι λογοτέχνες.
Σε αυτό το βιβλίο υπάρχουν συγκεντρωμένα κείμενα της Δούκα, δημοσιευμένα από το 1981 μέχρι και το 1991, γραμμένα για κάποιο αφιέρωμα, κατά κύριο λόγο, είτε στη Λέξη είτε στο Αντί είτε στο Δέντρο. Οι αφορμές ήταν συνήθως δυσάρεστες και η Δούκα επιστρατεύει γνήσιο συγγραφικό ταλέντο για να μετουσιώσει τις μνήμες της σε μικρά αφηγήματα. Μια σκληρή ιστορία για την ψυχούλα του Γιώργου Ιωάννου, μικρά διηγήματα για τον Δημήτρη Χατζή, τη Νανά Καλλιανέση, τον Κώστα Ταχτσή, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Γιάννη Ρίτσο. Λυρισμός, ευαισθησία και λέξεις προσεκτικά διαλεγμένες για τα αγαπημένα της πρόσωπα. «Όλα συχωρνιούνται όταν ανασαίνεις, μα εγώ, δεν είμαι σαν εσένα, Γιάννη Ρίτσο, ανεξίκακη, με τις εμπάθειες και τον θυμό μου προχωρώ, μ’ αυτά που δίνεις δένεσαι, εσύ το είπες, δένεσαι και δεν συγχωρείς. Αυτές τις μέρες το Πολυτεχνείο καμία σχέση δεν έχει με το ένδοξο αλωνάκι, της νεότητάς μας σύμβολο. Ακούω για το Λαύριο και σε σκέφτομαι πλάι στη θάλασσα, έξω από το Κάστρο. Από εσένα έχω κερδίσει τις αλυσιδωτές αντιδράσεις του πόνου που διασπάται. Να ανατέλλει ο ήλιος, μια κλωστή μονάχα να μας χωρίζει απ’ το θεό μας. Που τύφλωση και θάνατο σημαίνει αν την κόψεις».
Δεν είναι όμως όλες οι αφορμές γι’ αυτά τα κείμενα δυσάρεστες. Συχνά η Δούκα καταφεύγει σε ιστορίες και ανθρώπους που τη βοήθησαν να «ξεκλειδωθεί» συγγραφικά, να αλλάξει ρότα, να δει τα πράγματα από λιγάκι διαφορετική οπτική γωνία. Τα αφηγήματα για τη Λούλα Αναγνωστάκη, τη Τζένη Μαστοράκη, τη Μέλπω Αξιώτη, τον Γιώργο Χειμωνά μαρτυρούν το παραπάνω. Άνθρωποι φωτισμένοι τροφοδότησαν τη Δούκα, εν αγνοία τους συνήθως, με σπάνια πρώτη συγγραφική ύλη.
Η τέχνη του κολυμπιστή σε μια κουταλιά νερό
Η ακρίβεια με την οποία η Δούκα περιγράφει τη διαδικασία της συγγραφής μαρτυρεί απέραντη αγάπη για τις ιστορίες και τις λέξεις.
doukaΑπ’ όλα τα αφηγήματα του βιβλίου θα ήθελα να ξεχωρίσω δύο, στα οποία η Μάρω Δούκα μας εισάγει στη διαδικασία διαμόρφωσης ενός μυθιστορήματος και στις αναγνωστικές της προτιμήσεις. Στο πρώτο, με τίτλο Η τέχνη του κολυμπιστή σε μια κουταλιά νερό, η συγγραφέας επιχειρεί από τις ατραπούς της σκέψης και της οργάνωσης του αισθήματός της, να περιγράψει τη διαδικασία μέσα από την οποία στήνει τα μυθιστορήματά της. Ξεκινάει: «Είμαι θυμωμένη και λυπημένη. Ώσπου ο θυμός μου γίνεται ταραχή, σαν κάτι να περιμένω. Η λύπη μου γίνεται συγκίνηση. Ιδέες επαναλαμβάνονται σχεδόν επιληπτικά μέσα μου. Αρπάζομαι απ’ αυτές. Οι ιδέες γίνονται φράσεις. Ένα, δύο, τρία πρόσωπα εμφανίζονται. Κρατάω σημειώσεις, καταστρώνω σχεδιαγράμματα και χρονολόγια. Μελετώ, υπολογίζω, εφευρίσκω». Η συγγραφέας διερωτάται, σκέφτεται, απορεί, αμφιβάλλει. «Γράφω, μουντζουρώνω, σκίζω και περιμένω. Τι περιμένω; Την ανοιχτή ώρα. Ένα από τα πλάσματα της φαντασίας μου θα κυριαρχήσει παραμερίζοντάς με. Θα μου επιβάλει τον ρυθμό. Ο λόγος μου θα γίνει σχεδόν πλάγιος. Δεν έχω τίποτα πια να αφηγηθώ. Καταγράφω απλώς τα υπαγορευομένα». Κι έπειτα αρχίζει η δουλειά, η οργάνωση, ο υπολογισμός της κάθε παραμέτρου. Οι χαρακτήρες, οι διάλογοι, η δράση, η πορεία προς την έξοδο. Θα υπάρχει έξοδος; «Δεν θα ταυτιστούν ποτέ μ’ εμένα τα πρόσωπά μου, θα ταυτιστώ όμως εγώ μ’ αυτά». Διακοπή της συγγραφής για διάβασμα σπουδαίων μυθιστορημάτων, καταβύθιση ξανά στην ιστορία, στη γλώσσα, στις λέξεις. Η αμφιβολία κυρίαρχη ξανά. Ακολουθεί η κρησάρα των φίλων. Το δακτυλόγραφο καθαρογράφεται. Ρίτσος, Μαστοράκη, Αναγνωστάκη, Προκοπάκη, Χειμωνάς το διαβάζουν και προτείνουν. «Μεταθέτω, προσθέτω, αφαιρώ, συμπληρώνω. Παρατείνω μήνες αυτήν τη διαδικασία, κι όσο την παρατείνω, τόσο χαίρομαι. Κι όσο χαίρομαι, τόσο καταλαβαίνω ότι ακόμη δεν έχω τελειώσει. Ώσπου έρχεται η μέρα που βαριέμαι. Αφήνω το δακτυλόγραφο, σχεδόν το εγκαταλείπω. Έτσι νομίζω. Όταν θα το ξαναδιαβάσω χωρίς ταχυπαλμία, θα έχει σημάνει η ώρα του». Η ακρίβεια με την οποία η Δούκα περιγράφει τη διαδικασία της συγγραφής μαρτυρεί, εκτός από ατελείωτες ώρες δουλειάς και αναμέτρησης με τη λευκή σελίδα, και απέραντη αγάπη για τις ιστορίες και τις λέξεις.
Εκφράζει τις απόψεις της μεροληπτικά, όχι εξομολογητικά, όπως λέει, μιας και δεν έχουν να κάνουν με θεωρίες αλλά με βιώματα.
Απέραντη αγάπη εκφράζει και στο δεύτερο αφήγημα, που ξεχώρισα. Τίτλος του Ο πεζογράφος και το πιθάρι του. Ανιδιοτελής αγάπη για τα βιβλία και τους συγγραφείς, τόσο εκείνων των εφηβικών της χρόνων, όσο και των συγχρόνων της. «Ξενόπουλος-Καραγάτσης-Καζαντζάκης: Οι τρεις παραμυθάδες, παρηγορητές της εφηβείας μου. Χάρη σ’ αυτούς μπόρεσα από πολύ ενωρίς να παρατηρήσω, έξω από τη ζωή μου, τη ζωή των ανθρώπων γύρω μου. Χάρη σ’ αυτούς μπόρεσα να υποδυθώ. Ξενόπουλος-Καραγάτσης-Καζαντζάκης: Οι πρώτοι μου θεοί. Είκοσι πέντε χρόνια έχω να ανοίξω τα βιβλία τους κι όμως για πάντα, υποθέτω, θα με ακολουθούν οι ήρωές τους». Και μετά ήρθαν οιαστοί συγγραφείς και οι αριστεροί λογοτέχνες. Ο Βασίλης Βασιλικός και ο Μένης Κουμανταρέας («χάρη σ’ αυτούς οροθετούσα τη διαδρομή από τον εφησυχασμό στην αναζήτηση»). Ο Βαλτινός, ο Ιωάννου, ο Χάκκας, ο Χατζής. Οι Δύσκολες νύχτες, της Μέλπως Αξιώτη («Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο απολάμβανα την ποιητική συνοχή της φράσης. Την αναγκαιότητα της λέξης μέσα στην πρόταση, την αρτιότητα της πρότασης που θα μπορούσε να παρακάμψει όλες τις συμβάσεις του αφηγηματικού λόγου, όχι για να τον αποδυναμώσει, μα να τον ανυψώσει μελωδία στο δωμάτιο, όταν πια η ανάγνωση θα έχει τελειώσει. Απολάμβανα τη λάμψη του πεζού λόγου. Μια λάμψη που θα την ξανάβρισκα πολύ αργότερα και σε άλλη κλίμακα στα Γραπτά του Ανδρέα Εμπειρίκου. Μια λάμψη που θα την ξανασυναντούσα στα κείμενα του Γιώργου Χειμωνά»). Η Δούκα είναι γενναιόδωρη με τους συναδέλφους της συγγραφείς. Με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα και το Πλατύ Ποτάμι του Μπεράτη. Εκφράζει τις απόψεις της μεροληπτικά, όχι εξομολογητικά, όπως λέει, μιας και δεν έχουν να κάνουν με θεωρίες αλλά με βιώματα.
Αντίο, παλιέ κόσμε...
Έλαβε απλόχερα την αποδοχή και ακριβοδίκαια την κριτική, γι’ αυτό και μπορεί με τη σειρά της να είναι γενναιόδωρη και τρυφερή.
Πριν από κάθε αφήγημα της Δούκα υπάρχει ένα μικρό εισαγωγικό σημείωμα, με το οποίο μας βάζει στο κλίμα της εποχής που γράφτηκε η κάθε ιστορία. Προσωπικά, ακριβώς σε αυτά τα μικρά σημειώματα, βρίσκω τη μεγάλη αξία αυτού του βιβλίου. Πέρα από τα αφηγήματα, η Δούκα στέκεται με κριτική ματιά απέναντι στα κείμενά της, δίνοντάς μας με μοναδικό τρόπο το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά γράφτηκαν. Οι δέκα ημέρες που πέρασε με τον Δημήτρη Χατζή («Τρυφερός, φιλικός, πονεμένος, σοφός –και ταυτοχρόνως, καταιγιστικά περιπαιχτικός˙ άνθρωποι, πράγματα και γεγονότα, που για μένα σήμαιναν πολλά, γελοιοποιούνταν αδιακρίτως και ακατάπαυστα στο στόμα του. Κι όταν τελειώσαν οι διακοπές, σιωπηλά το ξέραμε ότι δεν θα ξαναβρεθούμε»), η συνάντηση με την Έλλη Αλεξίου στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ («Της μιλώ και γυρίζει αλλού το κεφάλι. Κάνει χολιασμένη πως δεν με γνωρίζει, ας έχουμε περάσει απογεύματα και απογεύματα  δουλεύοντας το Ρωτώ και Μαθαίνω. Είναι που έγραψα το τρισκατάρατο, την Αρχαία Σκουριά»), η γνωριμία με την Τζένη Μαστοράκη («Ποια θα ‘ταν η ζωή μου, λέω, εάν δεν ήξερα πως ζει η Τζένη Μαστοράκη σε μια γειτονιά της Αθήνας»), η γενναιοδωρία του Γιώργου Χειμωνά («Και θα θυμάμαι ότι “χτύπησε” μ’ ένα ολόιδιο κόκκινο τα λάθη που μου είχαν διαφύγει, έπειτα από την πρώτη μου διόρθωση, όταν πήρε κι αυτός τα τυπογραφικά δοκίμια να τα δει») ή τέλος η βαθιά της σχέση με τη Λούλα Αναγνωστάκη («Χρόνια τώρα λες κι απορροφά τις στενοχώριες μου, ακούει και μου βρίσκει λύσεις»).
Τελειώνοντας το μικρό αυτό βιβλίο της Μάρως Δούκα σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να έχει για υπότιτλο τον τίτλο ενός άλλου βιβλίου: Αντίο, παλιέ κόσμε. Δεν είναι ότι τα περισσότερα πρόσωπα που υπάρχουν στο βιβλίο δεν είναι πια στη ζωή, όσο η αίσθηση ότι κάτι έχει χαθεί οριστκά στις σχέσεις των συγγραφέων, τόσο με τους εκδοτικούς οίκους όσο και -κυρίως- μεταξύ τους. Η Δούκα ως «παιδί του Κέδρου» γαλουχήθηκε μέσα από τις συναναστροφές της με καταξιωμένους συγγραφείς αλλά και ταλαντούχους συνομήλικούς της, που ξεκινούσαν μαζί της. Έλαβε απλόχερα την αποδοχή και ακριβοδίκαια την κριτική, γι’ αυτό και μπορεί με τη σειρά της να είναι γενναιόδωρη και τρυφερή με τους ανθρώπους που αγαπά, δηλαδή με τους συγγραφείς.

altΟ πεζογράφος και το πιθάρι του
Μάρω Δούκα
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Σελ. 142, τιμή € 10,90







Feedzilla: Europe News

BBC News - Politics

Harvard Magazine email Archive Feed

ΤΥΠΟΣ

« »

EMSC - Last 50 earthquakes worldwide