Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Ομιλία ιδ’, Κυριακή προ της Χριστού γεννήσεως, εις το ‘’Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού Υιού Δαυίδ’’.

 
 
 
 
Θεοφάνους Κεραμέως

Ἄστρον ἤδη ἀνατέταλκεν, ἐκ φυλῆς, Ἰούδα, ὅπερ ἐπιγνόντες, Βασιλεῖς κινήσεις, ἀνατολῶν ποιοῦνται, καὶ φθάσαι ἐπείγονται, ὅπως θεάσωνται Χριστόν, ἐν Βηθλεέμ σαρκὶ τικτόμενον.

Σαν κάνει ο ήλιος και προβαίνει στον ορίζοντα, τα φώτα των αστέρων καλύπτονται μη μπορώντας να αντέξουν το τόσο φως του. Έτσι όταν ο ήλιος της Δικαιοσύνης ανατέλλει μέσα από την μήτρα της Παρθένου, ο χορός των Πατέρων είναι σα να προαστράφτει, όμοιος κι αυτός με χορό αστέρων. Γι’ αυτό και ο ιερός Ματθαίος που σήμερα ξεκινάμε την ανάγνωση του Ευαγγελίου του, μοιάζει να τους σύναξε σαν μέσα σε κάποιον όρμο. Έλα όμως να εξετάσουμε παρέα τον σκοπό που έχει ετούτη η γενεαλογία. Πρώτος αυτός από τους άλλους Ευαγγελιστές, οκτώ χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού, ο Ματθαίος, έγραψε στα εβραϊκά το Ευαγγέλιό του με τρόπο θεόπνευστο, απευθυνόμενος στους Ιουδαίους που μεταστράφηκαν στον Χριστό.
Επειδή λοιπόν κάθε αράδα του Ευαγγελίου σε τούτο σκοπεί, στο να έχουμε το βλέμμα στραμμένο προς την όγδοη μέρα, την μέλλουσα εκείνη κατάσταση, για τούτο και ο απόστολος μόλις έφθασε ο όγδοος χρόνος από τότε που υποδέχθηκε τις θείες ελάμψεις στην πόλη της Σιών, πήρε το θάρρος να καταπιαστεί με τη συγγραφή του Ευαγγελίου του. Γι’ αυτό και απευθυνόμενος στους Ιουδαίους, ξεκινά την συγγραφή του με μία γενεαλογία, σύμφωνα με το κοινό και τετριμμένο γι’ αυτούς έθος. Καθώς κι ο Μωυσής με τη σειρά του τα σχετικά με την δημιουργία του κόσμου και το πλάσιμο του ανθρώπου τα ονομάζει ‘’Βίβλος γενέσεως ουρανού και γης’’ και αντίστοιχα ‘’Βίβλος γενέσεως ανθρώπου’’. Έτσι λοιπόν κι ο Ευαγγελιστής κάνοντας μια απαρίθμηση γενεών, ονομάζει το βιβλίο του ‘’Βίβλο Γενέσεως’’ ή για να το πει κανείς αλλιώς, ‘’Βιβλίο Γενεαλογίας’’. Για να συντομεύω λέω, πως αυτή η απαρίθμηση ξεκινά από τον Αβραάμ, μιας κι αυτός υπήρξε η απαρχή των δύο εθνών. Ετούτος ο Αβραάμ πίστευε στην ακροβυστία, κι έμεινε πιστός και μετά τη περιτομή. Μα αυτός πάλι ήταν που δέχτηκε τις θείες προρρήσεις για την κλήση των Εθνών και την σάρκωση του Λόγου. ‘’Στο σπέρμα σου’’, του ‘πε ο Θεός, ‘’ θα ευλογηθούν όλα τα έθνη’’. Όμως ποιος να’ ναι ο λόγος που σε αυτή τη γενεαλογία προτίμησε να βάλει πρώτα το όνομα του Δαυίδ κι ύστερα του Αβραάμ, αφού θα’ταν φρονιμότερο να πει ‘’Βίβλος Γενέσεως Ιησού Χριστού Υιού Αβραάμ, Υιού Δαυίδ’’; Κι οι δυο τους ήταν άλλωστε προφήτες και θεοπάτωρες, ο Δαυίδ όμως υπήρξε και βασιλεύς γι’ αυτό και τιμά ιδιαίτερα το χρίσμα και το αξίωμά του. Κι είναι ετούτη η γενεαλογία, γενεαλογία ανδρών, επειδή η γυναίκα ακολουθεί κατά την Δημιουργία τον άνδρα κι ο άνδρας είναι η κεφαλή της, κι έτσι ξεκινά την απαρίθμηση απ’ αυτόν που προηγείται.

Θα ‘χει δίκιο κανείς αν αναρωτηθεί πως παρέδραμε χωρίς να μνημονεύσει ο Ματθαίος, γυναίκες όπως η αγία Σάρα και η Ρεβέκκα, χωρίς μία κουβέντα για τη Λεία ή για τη Ραχήλ ή για κάποια άλλη ενάρετη γυναίκα, παρά μνημόνευσε μόνο τέσσερις γυναίκες εκ των οποίων οι δύο ήταν εθνικές, ενώ οι άλλες δύο είχαν βίο φρόνιμο. Συναριθμεί λοιπόν στην γενεαλογία την εθνική Θάμαρ και την πόρνη Ριχά της οποίας το δεύτερο όνομα ήταν Ραάβ, μαζί και την μωαβίτιδα στην καταγωγή Ρούθ και την σύντροφο του Ορίου, Βηρσαβεέ. Καθένας από όσους μελετούν τις Γραφές, γνωρίζει πως η Θάμαρ και η Ρούθ ήταν εθνικές, που εισήχθησαν στην ιουδαϊκή φυλή. Η Ραάβ απ’ την άλλη ήταν πόρνη στην Ιεριχώ, που’χε το πορνείο της στα τείχη της πόλεως για όποιον ήθελε να την αγοράσει. Η Βηρσαβεέ υπήρξε γυναίκα αγαθού άνδρα, μα ο Δαυίδ έγινε κλέφτης των γάμων της, φονιάς του Ουρία και σπορέας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, αλλοίμονο, εκείνος που’ταν προφήτης μαζί και βασιλιάς.  Ο σκοπός λοιπόν που ο Ματθαίος μνημόνευσε ετούτες τις εθνικές γυναίκες είναι γιατί θέλησε να δείξει, πως το παιδί που γεννήθηκε και μας δώθηκε, ο Εμμανουήλ, θέλησε να συνάξει εντός της ιδίας αυλής, όχι μονάχα όσους προέρχονται απ’ τον Ισραήλ, αλλά κι εκείνους που βρίσκονταν στα άλλα έθνη. Ακόμα περισσότερο, κατονομάζει αυτές που’χαν ζωή αμαρτωλή, για να σκεφτείς με φόβο, πως ο Κύριος για χάρη σου καταδέχεται να γενεαλογείται ακόμα κι από πόρνες. Αλλά συστέλλει και την αλαζονεία σου ο λόγος αυτός, ώστε αν τυχαίνει και κατάγεσαι από σπουδαία γενιά, κι έχεις λεπτή θωριά και τρόπους και κινήσεις, να μην δείχνεις έπαρση προς αυτούς που έτυχε να προέρχονται από ταπεινότερες οικογένειες, βλέποντας τον Δεσπότη να γενεαλογείται κι αυτός ταπεινός ανάμεσά τους. Έτσι η Θάμαρ κι η Ρούθ κι οι άλλες δυο, ήταν εικόνες των μελλόντων και προμηνύματα, εικονίζοντας αριδήλως την εξ’ Εθνών Εκκλησία. Κι έτσι, στάσου να δούμε πιασμένοι από το χέρι, πως από τα αισθητά, μπορούμε να θεωρήσουμε τις ανώτερες σημασίες. Αλλά θα επισπεύσω τον λόγο μου προσπερνώντας την πρώτη ιστορία λέγοντας λίγες κουβέντες μονάχα, για να καταστήσω ύστερα σαφές αυτό που η διήγηση θέλει πραγματικά να μας πει, έτσι που να’ ναι ο λόγος μου διδασκαλία για όσους αγνοούν τούτη την ιστορία, και για ‘κείνους που την γνωρίζουν, υπενθύμιση.

Αμέσως μόλις ο σώφρων Ιωσήφ πωλήθηκε από τα αδέλφια του και απήχθη στην Αίγυπτο, ο Ιούδας έλαβε γυναίκα χαναναία, που άκουγε στο όνομα Σαββά. Απ’ την Σαββά γεννιόνται τρείς γιοι: ο Ήρ, ο Αυνάν και ο Σηλώμ. Στον πρώτο του γιο έδωσε ο Ιούδας για γυναίκα του την Θάμαρ, που ήταν αλλόφυλη, όμορφη όμως στη θωριά, ώστε να ξεχωρίζει στα κάλλη από όλες τις γυναίκες. Να που όμως ο άνδρας της ο Ήρ φάνηκε πονηρός στον Θεό και τέλειωσε πρόωρα η ζωή του χωρίς να αποκτήσει παιδί, έχοντας ελάχιστα γευτεί την ομορφιά της κοπέλας. Σύμφωνα με την παράδοση που τότε επικρατούσε, στο δωμάτιο της κοπέλας μπήκε ο Αυνάν, ο αμέσως επόμενος αδελφός του Ηρ, για να αναστήσει το σπέρμα του χαμένου αδελφού του, κάνοντας παιδί με την Θάμαρ. Όταν όμως έκατσε και τα καλοσκέφτηκε, κατάλαβε πως αν η Θάμαρ έμενε έγκυος και γεννούσε, η ομορφιά της θα μαραινόταν, αλλά και το παιδί του θα λογαριαζόταν για παιδί του αδελφού, κι όχι για δικό του, κι έτσι σκεφτόμενος, έβαλε σκοπό πονηρό στο νου. Όμως πώς να παραστήσω με λόγια σεμνά κάτι που’ ναι άσεμνο; Αλλά αφού η Γραφή δεν ντρέπεται να το περιγράψει, λέω κι εγώ, πως όταν ο πονηρός Αυνάν έκανε έρωτα με την Θάμαρ, δεν πρόσφερε στα αυλάκια της μήτρας της κοπέλας εκείνο που είναι απαραίτητο για να γίνει η σύλληψη. Αποστράφηκε όμως κι αυτόν η δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη που μισεί την πονηριά, και πεθαίνει. Η Θάμαρ αφού έμεινε δυο φορές χήρα, κι ήταν λες κι οι γάμοι της να είχαν τελεστεί μέσα σε ένα όνειρο, μένοντας άτεκνη και δίχως άντρα, άρχισε να γλυκοκοιτάζει τον τρίτο γιο του Ιούδα τον Σηλώμ, που ήταν άγουρο παιδί ακόμη, χωρίς ωστόσο να την παρακινεί η ηδονή, όσο η επιθυμία να κυοφορήσει τέκνο που προερχόταν από το αβραμιαίο σπέρμα. Μα ο Ιούδας έκατσε και σκέφτηκε πως οι γιοί του πέθαναν νέοι εξαιτίας της Θάμαρ, κι έτσι θέλοντας να μη χάσει και το τρίτο του παιδί, βρήκε δικαιολογίες για να παραγκωνίσει την Θάμαρ και δεν άργησε να την στείλει στο χωριό της κοντά στους γονείς της, να κλαίει για την χηρεία της, έως ότου ο Σηλώμ ενηλικιωθεί.
 
Όλα τούτα έγιναν έτσι ακριβώς: αυτή θρηνούσε εσώκλειστη, ντυμένη στα μαύρα, ο χρόνος περνούσε, ο Σηλώμ μεγάλωσε, μα ο γάμος πουθενά δε φαινόταν. Κατάλαβε τότε η Θάμαρ το τέχνασμα του Ιούδα, το΄βαλε πείσμα και πήρε απόφαση τόσο πονηρή, όσο ταιριάζει στη φύση μιας γυναίκας. Λέω και τούτο σε όσους τυχαίνει να γνωρίζουν από πολεμικά: όσοι δε μπορούν να παρατάξουν το στράτευμά τους απέναντι στο αντίπαλο κατά μέτωπο, προσπαθούν να τον καταβάλουν μέσα από αψιμαχίες και ενέδρες. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κι η Θάμαρ σκέφτηκε να ξεγελάσει αυτόν που την ξεγέλασε και διόλου δε ντράπηκε γι’ αυτό της το τέχνασμα, το οποίο θα αφηγηθώ ευθύς αμέσως: Η Σαββά, η γυναίκα του Ιούδα πέθανε. Έφτασε κάποτε η εποχή του κουρέματος των προβάτων κι έπρεπε ο Ιούδας πηγαίνοντας για τα μαντριά του να περάσει απ’ το χωριό της Θάμαρ. Όταν αυτή το κατάλαβε, πέταξε τα μαύρα και νυφοστολίστηκε, καμωνόταν κιόλας συνήθειες πόρνης κι άλλες τέτοιες προστυχιές, έφτιαξε τα μαλλιά της, κι έκατσε στη λεωφόρο να περιμένει το πέρασμα του πεθερού της. Καθώς η μέρα τέλειωνε φάνηκε να’ ρχεται κι ο Ιούδας παρέα με έναν βοσκό, που τον είχε κοντά του στο σπίτι. Αν κανείς νοιάζεται, λέω πως το όνομα του βοσκού ήταν Είρας. Όταν λοιπόν η Θάμαρ τους είδε να πλησιάζουν, ξεκίνησε τη παράστασή της, κάνοντας τόσα πολλά παιχνίδια, χειρονομίες, αναστεναγμούς και νάζια, όσα αρκούσαν για να αποδυθεί με την αχαλίνωτη ακολασία της κάθε ίχνος ντροπής, με σκοπό να ανάψει τον ερωτικό πόθο του χήρου. Ή πάλι αφήνοντας λιγάκι ανοιχτό το ρούχο της, ίσα να διαγραφεί η ομορφιά του κορμιού της, κι ύστερα καλύπτοντάς το πάλι. Όλη ετούτη την ώρα έκανε βέβαια πως δε γνώριζε ότι πρόκειται για τον Ιούδα, χωρίς να παραλείπει απ’ την άλλη στιγμή να τον ερεθίζει. Δε ωφελεί βέβαια να καθυστερώ με τέτοια λόγια γι’ αυτό και επισπεύδω την εξιστόρηση. Θαμπώθηκε λοιπόν από το κάλλος της ο καλός Ιούδας και νομίζοντας την πραγματικά για πόρνη, κάνει τον δούλο προαγωγό και του μηνά να της πει πως θα την δεχτεί εκείνο το ίδιο βράδυ, τάζοντάς της να της στείλει πεσκέσι κι ένα κατσικάκι. Εκείνη άρπαξε γεμάτη χαρά τη κουβέντα. Όταν πια η νύχτα έφτασε κι έσμιξαν, κι η Θάμαρ είχε για τα καλά μπλέξει στα δίχτυα της το θύμα αποβλακώνοντάς το ολωσδιόλου με τα καλοπιάσμά της, ξανάβοντάς τον συνάμα με τα χάδια της, ζήτησε ως ενέχυρα για το κατσικάκι το ραβδί, τη ζωστήρα και το δαχτυλίδι του Ιούδα. Εκείνος τότε έχοντας γίνει ολότελα σκλάβος του ιμέρου της, βγάζει τη ζώνη του χωρίς δεύτερη κουβέντα, πετά το ραβδί και δίχως ώρα να χάσει, δίνει μαζί με αυτά και το δαχτυλίδι του. Δε θα περιγράψω από’ δω και κάτω τα έργα της νύχτας, παρά θα πω μονάχα πως τα πράγματα ΄γίναν αλλιώτικα από ότι ήταν πριν, κι έτσι η Θάμαρ έγινε νόμιμη γυναίκα και ο χήρος έγινε εραστής. Καθώς έκανε κι έπιασε να ξημερώνει, σηκώθηκε ο Ιούδας απ΄το κλινάρι του, και έφυγε σα τον κλέφτη, για να διαλυθεί μες το σκοτάδι η πράξη. Η Θάμαρ όμως μόλις κυοφόρησε γνώριζε καλά τίνος ήταν το παιδί. Όταν για τα καλά ξημέρωσε, γύρισε στο σπίτι της κρατώντας στα χέρια της τα ενέχυρα, ωσάν να επρόκειτο για τρόπαια κάποιας νίκης. Καιρός πολύς από τότε δε πέρασε και καθώς η κοιλιά της φούσκωνε ήταν φανερή σε όλους η γκαστριά της, την μαρτύρησαν στον Ιούδα για μοιχαλίδα κι εκείνος αποφάσισε να τη θανατώσει. Την ώρα που έσερναν την Θάμαρ στη σφαγή, στέλνει στον χήρο Ιούδα τα ενέχυρα, ώστε απ΄αυτά να αναγνωρίσει ποιος ήταν τελικά εκείνος που πλάγιασε μαζί της. Στην θέα τους ο Ιούδας ξαφνιάστηκε κι από αυστηρός κριτής έγινε μεταμελημένος δικαστής. ‘’ Αθώα είναι η Θάμαρ’’ φώναξε τότε ‘’ κι εγώ να λογίζομαι για ένοχος που δε της έδωσα για άντρα τον γιό μου Σηλώμ’’.

Όλα τούτα που περιγράψαμε είναι φανερό, πως εικονίζουν την εξ εθνών Εκκλησία. Σημαίνουν τα έθνη εκείνα που νοσούσαν μες την αθεΐα τους και τα άλλα μες την πολυθεΐα τους, και μαζί σημαίνουν και το σπέρμα της πίστεως και της δικαιοσύνης, που’ ρχεται από ψηλά και πέφτει στην γη της πλάνης, στη γη των παθών, μα κανένα καρπό η γη τούτη δε δίνει καθώς έμενε ακαλλιέργητη, όπως κι η γυναίκα που χωρίς τον άντρα δε μπορεί να κάμει παιδί. Αφού λοιπόν η Εκκλησία κανένα καρπό από αυτά δε μπόρεσε να κρατήσει, κυοφόρησε από τον καρπό του Ιούδα, που σημαίνει, για να καταλάβουμε, τον ανατείλαντα Κύριο που προερχόταν από την φυλή του Ιούδα. Ή ακούγοντας πως μετά από καιρό ο Ιούδας έσμιξε με τη Θάμαρ, καθώς πήγαινε για τα πρόβατά του, να μη μας παραξενεύει άμα εξάγεται, πως αντιστοίχως κι ο καταγόμενος απ΄τη φυλή του Ιούδα Χριστός, είχε προηγουμένως αποσταλεί στα πρόβατα του οίκου Ισραήλ, καταπώς εκείνος μαρτυρά, αλλά η σωτηρία στα έθνη μετά από καιρό ενηργήθη. Βλέπεις λοιπόν πως τα νοήματα συναντούνται με τον λόγο της διηγήσεως; Λαμβάνει λοιπόν η Εκκλησία για δαχτυλίδι τον αρραβώνα της πίστεως, συνάμα δε και η καταχωνιασμένη εικόνα, την οποία συμβολίζει ο ανάγλυφος χαρακτήρας του δαχτυλιδιού, φανερώνεται ξανά . Λαμβάνει ωστόσο και το ζωνάρι, που τη περιζώνει με τη δύναμη του Ευαγγελίου, μαζί και το ραβδί που σημαίνει τον Σταυρό, που σε αυτόν στηρίζουμε την πίστη μας και διώχνουμε πέρα τα άγρια σκυλιά, που ολόγυρά μας αλυχτάνε. Τέλος γεννά δυο παιδιά, μες απ’ τον ένα κόλπο της ψυχής: την ορθή πίστη και την συνείδηση των καλών έργων.

Αν ετούτη την ιστορία τη διαβάσουμε σα μια θεωρία ηθική, διδασκόμαστε πως το όνομα της όμορφης εκείνης Θάμαρ σημαίνει παραπικρασμός, γιατί είναι σαν την ηδονή που’ ναι ωραία να την αντικρύζεις και γλυκιά όταν τη γεύεσαι, ύστερα όμως αφήνει μια επίγευση όλο πίκρα, μιας και το μέλι που στάζει, στάζει από χείλη κακίας, καταλήγοντας να’ χει της χολής τη πικρή τη γεύση. Τούτη η ηδονή πλησιάζει πρώτα το επιθυμητικό και το θυμοειδές μας, που και τα δυο τους εξουσιάζονται από το λογικό, κι αφού συζεί με αυτά τα θανατώνει, όπως η Θάμαρ τον Ηρ και τον Αυνάν και τα θάβει, όταν πια έχουν παραστρατήσει για τα καλά προς τα χωράφια της αλογίας. Ύστερα στρέφεται κατά του νου και βάζοντας μπροστά τα πλάνα καμώματά της, κάνει τον δούλο μαστροπό. Ας είναι να πούμε ως δούλο την αίσθηση του νοός, με την οποία σμίγει η αμαρτία κι αφήνεται παραδίδοντάς της πρώτα το ραβδί, ύστερα τη ζώνη και το δαχτυλίδι, που τα ζητά έχοντας βάλει σκοπό κακό να μας γδύσει από όλα αυτά, ώστε να μας δουλαγωγήσει καταπώς το θέλει. Αποστερώντας μας την ζώνη, που κόβει τη ροή του χιτώνα στο ύψος της μέσης μας, σημαίνοντας τον σώφρονα λογισμό εκείνον με τον οποίο αναχαιτίζεται η χαυνότητα, η προκαλούμενη από τις απολαύσεις της ζωής και το πονηρό πύρωμα των νεφρών. Αφαιρώντας μας λοιπόν η ηδονή τον σώφρονα λογισμό, μάχεται να εξαλείψει τον ανδρικό χαρακτήρα του νου, ώστε τελικά να προδοθεί και η ίδια η ελευθερία του συνειδότος, που την σημαίνει το δαχτυλίδι, και μαζί με αυτή να χαθεί κι η θεία κλήση του κατ’ εικόνα, που σημαίνεται με το ανάγλυφο χάραγμα του δακτυλιδιού. Το ραβδί που μας φυλά απ΄τα άγρια σκυλιά είναι ο λόγος της ελπίδας, που μας ανορθώνει απ’ τη ψυχική μας κούραση και μας κάνει να αντιστεκόμαστε στο πάθος της απογνώσεως που αλυχτά. Το ότι η ράβδος σημαίνει την αγαθή μας ελπίδα το μαρτυρά κι ο συγγραφέας της ασκητικής Κλίμακας: ο πεσών συντρίβεται και μετ’ επαινουμένης αναιδείας προσεύχεται ράβδω ελπίδος υποστηριζόμενος, και ταύτη διώκων, τον κύνα της απογνώσεως εξορίζει. Όταν όμως η αμαρτία μας στερήσει κι ετούτο το ραβδί, από ‘κει κι έπειτα είναι εύκολο να μας χειριστεί κατά τα γούστα της. Αφού λοιπόν πια αδελφοί όλα τούτα τα γνωρίζουμε, ας προσέχουμε, μιας και γράφτηκαν προς νουθεσία μας. Ας φεύγουμε από την ηδονή, που στην αρχή μας δελεάζει περνώντας κρυφά απ’ τις θυρίδες της ψυχής, ας μη στερηθούμε τη ζώνη που είναι αυτή η αγιαστική σωφροσύνη, μα ούτε και το κατ’ εικόνα, την κλήση μας να μη προδώσουμε, χαρίζοντάς το όπως το δαχτυλίδι. Κι αν τελικά είναι σε κάτι από αυτά και ζημιωθούμε, η απόγνωση ας είναι να μη μας κλέψει το ραβδί της ελπίδας.

Έτσι να’ μαστε, καθαροί, να συναντήσουμε τον γεννηθέντα Χριστό, κι ας δοξάσουμε μαζί με τους αγγέλους, κι ας αινέσουμε μαζί με τους βοσκούς, προσάγοντας αντί χρυσού τη πίστη, για λιβάνι τις καλές πράξεις, ως σμύρνα τη νέκρωση του σώματος. Κι έτσι καθώς είμαστε, ας φάγουμε πλούσια όλοι μαζί απ’ τη μυστική τράπεζα ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΙΗΣΟΥ ΤΩ ΚΥΡΙΩ ΗΜΩΝ, Ω ΣΥΝ ΠΑΤΡΙ ΚΑΙ ΑΓΙΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝΩ, ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ.                 


Μεταγραφή από τον 132ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας του αββά Jacques- Paul Migne: Ευάγγελος Σταυρόπουλος, Παρίσι, Δεκέμβρης 2013.
 
 
 
 

Feedzilla: Europe News

BBC News - Politics

Harvard Magazine email Archive Feed

ΤΥΠΟΣ

« »

EMSC - Last 50 earthquakes worldwide