Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Επιστροφή στη Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες


alt


Του Νίκου Ξένιου 
Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ θεωρήθηκε η «φωνή μιας χαμένης γενιάς», εκείνης που ωρίμασε ανάμεσα στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ατομικισμός και παρακμή. To τέλος της ευμάρειας. Το άφευκτον του παρελθόντος. Χαρακτήρες που σχεδιάζουν μεγαλεπήβολα αλλά βουλιάζουν στον ατροφικό κοινωνικό ιστό της εποχής τους.
Η πρώτη του νουβέλα, Αυτή η πλευρά του παραδείσου, δημοσιευμένη το 1920, τον έκανε διάσημο, και ακολούθησε η έκδοση του Flappers and Philosophers(1920), της πρώτης του συλλογής διηγημάτων. Το 1922 κυκλοφόρησαν οι Ιστορίες από την εποχή της Τζαζ (η δεύτερη συλλογή του [1]) και οι Ωραίοι και Καταραμένοι, ενώ Ο Υπέροχος Γκάτσμπι κυκλοφόρησε το 1925. Ο Φιτζέραλντ πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη γαλλική Ριβιέρα και στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με άλλους εξόριστους Αμερικανούς λογοτέχνες, όπως τον Έρνστ Χέμινγουεϊ, τον οποίο θαύμαζε. Με τη σειρά του, ο Χέμινγουεϊ έγραψε για το ταλέντο του συμπατριώτη του πως ήταν "τόσο φυσικό όσο το σχήμα που αφήνουν στη σκόνη τα φτερά μιας πεταλούδας". Eννέα χρόνια μετά τον Γκάτσμπι ο Φιτζέραλντ έγραψε το Τρυφερή είναι η νύχτα (1934), την ιστορία της ψυχικής νόσου της γυναίκας του Ζέλντα.
Γνωρίστηκε και συνδέθηκε με άλλους εξόριστους Αμερικανούς λογοτέχνες, όπως τον Έρνστ Χέμινγουεϊ...
Το 2001, υπό τον τίτλο Πριν από τον Γκάτσμπι: οι πρώτες είκοσι έξι ιστορίες [2], o εκδότης Matthew J. Bruccoli δημοσίευσε είκοσι έξι διηγήματα του Φιτζέραλντ, πολλά από τα οποία είχαν εμφανιστεί στα φύλλα της «Saturday Evening Post» και στα βιβλία του Flappers and Philosophers καιTales of the Jazz Age [3]: η συλλογή αυτή περιλάμβανε όλα τα κείμενα, τις φωτογραφίες και τα προσωπικά τεκμήρια που οδήγησαν τον «συγγραφέα από το Midwest» στην τελική διαμόρφωση του Υπέροχου Γκάτσμπι. Κάποια από αυτά τα διηγήματα, μαζί με κάποια άλλα, συναποτελούν το ετερόκλητο σύνολο έξι διηγημάτων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Άγρα» υπό τον τίτλοΕπιστροφή στη Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες.
Όταν το αλκοόλ και τα λεφτά τελειώνουν
Με την κρίση του 1929 επήλθε και η οικονομική κατάρρευση του ζεύγους Φιτζέραλντ [4] και τον Απρίλιο του 1930 η νευρική κατάπτωση της συζύγου του Φράνσις Σκοτ, της Ζέλντα. Γραμμένη τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, η ελεγειακήΕπιστροφή στη Βαβυλώνα δεν ήταν παρά μια προσωπική αναμέτρηση του συγγραφέα με τις απώλειες αυτής της έκλυτης περιόδου. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ αντιμετώπιζε τότε την προοπτική της οριστικής απώλειας της γυναίκας του και της ανάληψης πλήρους ευθύνης για τη μοναδική τους κόρη. Στο διήγημα αυτό επιστρατεύει οικονομικού τύπου μεταφορές για να υπογραμμίσει την άποψη ότι «τα χρέη πρέπει να πληρώνονται». Μάλιστα, εννέα χρόνια μετά τη δημοσίευση του διηγήματος και ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, έγραψε ένα γράμμα στην κόρη του: «Αυτή τη βδομάδα κέρδισες κάποια λεφτά, γιατί πούλησα τα δικαιώματα του Babylon Revisited, του οποίου είσαι κεντρικός χαρακτήρας».
Με την κρίση του 1929 επήλθε και η οικονομική κατάρρευση του ζεύγους Φιτζέραλντ και τον Απρίλιο του 1930 η νευρική κατάπτωση της Ζέλντα.
Στο διήγημα Επιστροφή στη Βαβυλώνα (1931) o Τσάρλι Γουέιλς, ένας εκπατρισμένος Αμερικανός, επιστρέφει το 1930 στο Παρίσι. Μετά το οικονομικό κραχ του 1929 ο Τσάρλι έχει συνέλθει και τώρα κοιτά αφ’ υψηλού τη σπάταλη ζωή του παρελθόντος. Επισκέπτεται το μπαρ «Ριτς», όπου συνήθιζε να συχνάζει τότε, αναζητά ξενοδοχείο και περιπλανιέται στην πόλη του φωτός για ν’ αναπολήσει εκείνες τις μέρες: τoυς χορούς, τα μπαρ και τα πάρτι, τις μεγάλες παρέες, τα αλόγιστα έξοδα. Ο τριανταπεντάχρονος πρωταγωνιστής του διηγήματος έχει ξοδέψει όλα του τα χρήματα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20. Έχει καταστραφεί οικονομικά με την κρίση του ’29 και έχει ανανήψει. Χήρος αλλ’ εκ νέου επαγγελματικά επιτυχημένος, επιστρέφει για να διεκδικήσει την επιτροπεία της κόρης του Ονώρια, που μένει με την κουνιάδα του και τον σύζυγό της από την εποχή της νευρικής του κατάρρευσης. Οι σχέσεις του με την κουνιάδα του είναι κακές: η Μάριον τον κατηγορεί για τον θάνατο της αδελφής της Έλεν. Δυο παλιοί φίλοι του, που εξακολουθούν να μεθοκοπούν και να ζουν έντονα, προσπαθούν να τον παρασύρουν, ενώ ο ίδιος κάνει φιλότιμες προσπάθειες ν’ αποδείξει στην κουνιάδα του ότι το αλκοόλ δεν τον αφορά πλέον [5]. Στο φαντασιακό σκηνικό που προηγείται του χρόνου της αφήγησης η νεκρή σύζυγός του Έλεν επικρατεί ως φιγούρα και νοηματοδοτεί τις σχέσεις του Τσάρλι στο αφηγηματικό παρόν. Η Επιστροφή στη Βαβυλώναγράφτηκε το 1930 και δημοσιεύτηκε το 1931 στην «Saturday Evening Post» [6]
Kάτω απ’ το κόκκινο, το άσπρο και το μπλε
fitz2 
Το εξώφυλλο του βιβλίου του 2001 "Πριν από τον Γκάτσμπι: οι πρώτες είκοσι έξι ιστορίες" που περιλαμβάνει ορισμένα από τα διηγήματα του παρόντος τόμου. 
Το 1937, με πολλά οικονομικά προβλήματα να τον βαραίνουν, ο Φιτζέραλντ υπέγραψε συμβόλαιο με την Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ, εξάμηνης διάρκειας και με αμοιβή 1.000 δολάρια την εβδομάδα. Εργάστηκε ως σεναριογράφος χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1939 ξεκίνησε επίσης το πέμπτο μυθιστόρημά του, Ο έρωτας του τελευταίου μεγιστάνα. Το έργο αυτό έμεινε ημιτελές και εκδόθηκε τελικά, για πρώτη φορά, μετά τον θάνατό του, έπειτα από επιμέλεια των σημειώσεών του από τον Έντμουντ Γουίλσον. Η απέχθεια του Φιτζέραλντ για το Χόλιγουντ φαίνεται στο διήγημα Τρελή Κυριακή (1932)εδώ ο έρωτας του σεναριογράφου Τζόελ για την παντρεμένη Στέλλα μετατρέπεται σε –μεταφυσικό– παράγοντα κακοτυχίας, που επιφέρει τον θάνατο στον ζηλιάρη σύζυγο Μάιλς και αποσαθρώνει τη συναισθηματική ισορροπία της ποθητής γυναίκας. Το κείμενο ακροβατεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στην ερωτική αντιζηλία, το συναίσθημα ιδιοκτησίας που τη συνοδεύει και το ειρωνικό χαμόγελο των συμπτώσεων και του αστάθμητου παράγοντα.
Είναι χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού σύμπαντος του Φιτζέραλντ το ότι ο εκάστοτε ήρωάς του, πριν βρεθεί δολοφονημένος στην πισίνα του, έχει διανοίξει ορίζοντες δονκιχωτικής αισιοδοξίας, έχει καθιερωθεί ως hidalgo, έχει πλέξει μυστήριο γύρω από το άτομό του και τις καταβολές του, έχει θυσιάσει αμύθητα ποσά στην αναζήτηση μιας χίμαιρας. Πιο απλά, είναι ένας ρομαντικός ήρωας, που λάμπει στο στερέωμα των χαρακτήρων ακριβώς γιατί ο αθεράπευτος ρομαντισμός του τον καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη. Και βεβαίως ο συγγραφέας απολάμβανε όσο τίποτε τους ήρωές του, τους κανάκευε, τους δικαιολογούσε, τους απογείωνε, τους στεφάνωνε και στο τέλος τους καταρράκωνε.
My heart belongs to Daddy
Τα πορτρέτα γυναικών από τον Φιτζέραλντ δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικά...
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, τα πορτρέτα γυναικών από τον Φιτζέραλντ δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικά: η Στέλλα είναι οικονομικά και συναισθηματικά εξαρτημένη, παραπαίει ανάμεσα στις επιθυμίες και τους καταναγκασμούς της, ανάμεσα στον σύζυγο και τον εραστή, ανάμεσα στην ασφάλεια της καλοστημένης ζωής της και στη ρομαντική της ανάγκη για περιπέτεια: ο τύπος της femme fatale γίνεται θηλιά στην οποία παγιδεύεται ο αντεραστής, ο οποίος σταθερά οραματίζεται την αλλαγή των δεδομένων του αστικού περιβάλλοντος στο οποίο εισβάλλει, και που στο τέλος τον συνθλίβει. Το ίδιο μοτίβο επανεμφανίζεται στο (πρόδρομο του Γκάτσμπι) διήγημα Χειμωνιάτικα όνειρα (1922): η Τζούντι έχει μια φευγάτη ομορφιά, που ο έρωτας του Ντέξτερ την πολλαπλασιάζει, την υπογραμμίζει, την εξιδανικεύει. Η Τζούντι όμως παίζει μαζί του, κι αυτός εν γνώσει του συμμετέχει στο παιχνίδι της. Όπως στον Υπέροχο Γκάτσμπι, ο τύπος «Ντέιζι Μπιουκάναν» είναι μια εμμονή του Φιτζέραλντ. Το κορίτσι είναι απρόσιτο, όσο και θελκτικό: «Σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να έχει δική του τη Τζούντι Τζόουνς»: η κατάκτηση της γυναίκας είναι συνώνυμη με την κατάκτηση της ευτυχίας, όπως και η κοινωνική αναρρίχηση. Είναι ένα χειμωνιάτικο όνειρο που νοηματοδοτεί τη ζωή του. Αυτή η προοπτική πρέπει, βεβαίως, να διαψευσθεί. Το ενδιαφέρον είναι πως δεν διαψεύδεται από την ίδια τη Τζούντι, αλλά από τον χρόνο, που σέρνει τα βαριά του βήματα στη ζωή όλων και ισοπεδώνει το ίνδαλμά του: μέσα από τις περιγραφές ενός τυχάρπαστου, κάποια χρόνια μετά το σύντομο ειδύλλιό τους, η εικόνα της μοιραίας Τζούντι θα εκπέσει στη συμβατική εικόνα μιας νοικοκυράς.
Μια γαλάζια ραψωδία από ιστορίες
H απόλυτη ματαίωση, σε συνδυασμό με αλλοτρίωση, αποξένωση, βαθειά θλίψη και μνησικακία –δηλαδή όλα αυτά που περιφραστικά αποδίδουν τη λέξη frustration– δίνουν το κλίμα του εξαιρετικού διηγήματος: Το πλουσιόπαιδο (1926): ο Άνσον επιδίδεται σε καθημερινά μεθύσια, διακινδυνεύοντας την απόρριψη της Πώλα και αναβάλλοντας διαρκώς τον γάμο του μαζί της. Η διάλυση της σχέσης στο Παλμ Μπιτς απογοητεύει τον Άνσον, ωστόσο γρήγορα θ’ ακολουθήσει η Ντόλλυ, που κι αυτή θα τον εγκαταλείψει, με τη σειρά της. Ο Άνσον, καθώς διανύει μόνος την ηλικία του γάμου, ρίχνει όλο το βάρος στην κοινωνική του εικόνα, με αποτέλεσμα να καταστρέψει το ειδύλλιο της θείας του με ένα νεαρότερο άντρα και να οδηγήσει τον άντρα αυτόν στην αυτοκτονία. Μέχρι που ξανασυναντά την Πώλα. Εδώ ξαναθυμόμαστε την Ντέιζι Μπιουκάναν από τον Υπέροχο Γκάτσμπι. Και ο Άνσον είναι μια άλλη εκδοχή του ίδιου του Γκάτσμπι.
Τα blues είναι η μοναδική μουσική υπόκρουση για τις βουτηγμένες στο αλκοόλ ιστορίες του Φιτζέραλντ.
Τα blues είναι η μοναδική μουσική υπόκρουση για τις βουτηγμένες στο αλκοόλ ιστορίες του Φιτζέραλντ: αυτό γίνεται ολοφάνερο στη σύντομη Χαμένη Δεκαετία (1939), όπου ο κύριος Τρίμπλ επιθυμεί να «πιάσει στον αέρα» τους ρυθμούς του Κόουλ Πόρτερ, κατασκοπεύοντας τις μικρές, άδηλες κινήσεις και εκφράσεις των ανθρώπων γύρω του, το ντύσιμο και τα καπέλα τους, μετά από μια δεκαετία αδιάλειπτης μέθης. Ανάλογη προσωπική εκμυστήρευση κάνει ο συγγραφέας στο τελευταίο αφήγημα της ανομοιογενούς αυτής ανθολόγησης, την αιρετική Κατάρρευση (1936): εδώ, σε τόνο στοχαστικού δοκιμίου, ο Φιτζέραλντ παρομοιάζει το ψυχικό crack up του με ένα πιάτο που ραγίζει και ξανακολλάει, μέχρι να διαλυθεί τελείως. Ουσιαστικά πρόκειται για τη συρραφή τριών άρθρων που είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Esquire» μεταξύ Απριλίου και Φεβρουαρίου 1936: «Βεβαίως και ολόκληρη η ζωή είναι μια διαδικασία αποσυνθέσεως, αλλά τα χτυπήματα που κάνουνε τη φανερή ζημιά τα δυνατά ξαφνικά χτυπήματα που έρχονται, ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν, από τα έξω ­, αυτά τα οποία θυμάσαι και βλαστημάς και, σε στιγμές αδυναμίας, τα εξομολογείσαι στους φίλους σου, δεν εμφανίζουν τα αποτελέσματά τους αμέσως. Υπάρχει και ένα άλλου είδους χτύπημα, που έρχεται από τα μέσα, και το οποίο δεν αισθάνεσαι παρά μόνον όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις κάτι, όταν συνειδητοποιήσεις τελεσίδικα ότι κατά κάποιον τρόπο δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνεις τόσο καλός άνθρωπος όσο ήσουν. Το πρώτο είδος σπασίματος μοιάζει να γίνεται γοργά, το δεύτερο συντελείται σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις μα το συνειδητοποιείς εξαιρετικά απότομα».
 

Feedzilla: Europe News

BBC News - Politics

Harvard Magazine email Archive Feed

ΤΥΠΟΣ

« »

EMSC - Last 50 earthquakes worldwide