Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Δράση ναι, αλλά πώς;



tree

Του Σωτήρη Βανδώρου
«Κι αν όλα όσα λένε οι οικολόγοι δεν είναι αλήθεια»; Με αυτόν τον προκλητικό τίτλο –στην ελληνική έκδοση– στο βιβλίο του ο Ζαν ντε Κερβαντουέ διασκεδάζει τους φόβους μας για τα περιβαλλοντικά προβλήματα αλλά και για ζητήματα δημόσιας υγείας. Η βασική του θέση είναι ότι ανησυχούμε υπερβολικά, ενίοτε μάλιστα εντελώς αβάσιμα.
Ένας συνδυασμός γενικής άγνοιας, λαϊκισμού των μέσων ενημέρωσης και υστερίας των οικολόγων μας οδηγεί στο να προτάσσουμε ως μείζονα ζητήματα που ίσως να μην άξιζε να μας απασχολούν καν. Και ταυτόχρονα, αποσπούν το δημόσιο ενδιαφέρον από άλλα ζητήματα που μας φαίνονται πιο κοινότοπα, αλλά είναι αυτά που προξενούν περισσότερη καταστροφή κι ανθρώπινο πόνο, π.χ. η πείνα στις αναπτυσσόμενες χώρες και τα τροχαία δυστυχήματα στον αναπτυγμένο κόσμο. 
Ο συγγραφέας –είναι καθηγητής με εμπειρία στη διοίκηση του συστήματος δημόσιας υγείας στη Γαλλία– παίζει το ρόλο του προβοκάτορα από ειλικρινές ενδιαφέρον και υπάρχουν θέσεις του τις οποίες μπορούμε να συμμεριστούμε. Φερ’ ειπείν, συμφωνούμε ότι δεν οφείλουμε στη φύση μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ό,τι στους ανθρώπους. Η ζωή μας όλη, από μια άποψη, είναι ένας αγώνας ενάντια στη φύση. Κι επομένως, η τεχνολογία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου με καχυποψία, πόσω μάλλον να δαιμονοποιείται. Για παράδειγμα, η απόλυτη απόρριψη των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων είναι αδικαιολόγητη. Και δεν πρέπει να θεωρείται κάτι θέσφατο μόνο και μόνο επειδή υποστηρίζεται από μια οικολογική οργάνωση, εν προκειμένω την Greenpeace. Μέχρι εδώ καλά. Όμως, ο Κερβουαντουέ αντιμετωπίζει εντελώς επιπόλαια ορισμένους κινδύνους, όπως είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο θεωρεί ότι έχει υπόσταση μόνο στη φαντασία των αδίκως ανησυχούντων! Και μπορεί ένα τόσο περίπλοκο και πολυπαραγοντικό πρόβλημα όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη να μην βρίσκει σύμφωνους τους επιστήμονες ως προς τις λεπτομέρειες και τις επακριβείς επιπτώσεις του, είναι όμως πια τόσο πολλές και ισχυρές οι ενδείξεις και τόσο κυρίαρχη στους επιστημονικούς κόλπους η πεποίθηση ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και κολοσσιαίων διαστάσεων, ώστε δεν είναι δυνατό να εφησυχάζουμε. 

Ίσως, λοιπόν, στον Κερβουαντουέ θα πρέπει να συστήσουμε το «Ηeat. Πώς να σώσουμε τον πλανήτη μας από το φαινόμενο του θερμοκηπίου» του Τζορτζ Μόνμπιοτ, βιβλίο ισορροπημένο και τεκμηριωμένο το οποίο αναφέρεται λεπτομερώς στο ζήτημα και καταλήγει στο ότι πρέπει να αναληφθεί δράση, συντονισμένα και άμεσα προκειμένου να μειωθούν δραματικά οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκαλούν κλιματική αλλαγή. Το ζήτημα είναι καταρχάς ζήτημα πολιτικής απόφασης. Ο Μόνπιοτ, ερευνητής κι αρθρογράφος, ενδιαφέρεται κυρίως για τις λύσεις.  Και είναι φανερό ότι τα πράγματα δεν είναι απλά, και μάλιστα πρέπει κάθε δράση να σταθμίζεται και να εξειδικεύεται ανάλογα με το πλαίσιο εφαρμογής της και τις τοπικές συνθήκες. Το δυσεπίλυτο πρόβλημα για τον συγγραφέα είναι οι αεροπορικές πτήσεις. Η τεχνολογία δεν φαίνεται να μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των εκπομπών καυσαερίων των αεροπλάνων και το μόνο που απομένει είναι ο δραστικός περιορισμός τους.  

Αυτό το συμπέρασμα μας θυμίζει ότι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν έχουν μόνο οι ενέργειες των άλλων, αλλά οι καταναλωτικές συνήθειες και γενικότερα οι ενέργειες του καθενός μας. Δύο βιβλία που μπορούν να διαβαστούν συμπληρωματικά σε αυτή την προοπτική είναι το «10 λεπτά για τον πλανήτη» της Αν Ταρντί και το «Οικολογική Νοημοσύνη» του Ντάνιελ Γκόλμαν. Μολονότι ο τίτλος του βιβλίου της Ταρντί μας φαίνεται ενοχλητικός, διότι δημιουργεί μια αίσθηση ελαφρότητας –μπορούμε να κάνουμε όλοι μας κάτι λίγο για το περιβάλλον, σα να βουρτσίζουμε τα δόντια μας, και να έχουμε και ήσυχη τη συνείδησή μας– είναι ένας καλός, πρακτικός οδηγός για δράση που αφορά από τις «έξυπνες» επιλογές στην αγορά προϊόντων μέχρι τη χρήση και την ανακύκλωσή τους. Η Ταρντί δείχνει ότι άλλοτε χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή κόστος, άλλοτε με κάποια προσπάθεια, μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά την περιβαλλοντική επιβάρυνση που δημιουργούμε με τις ενέργειές μας.

Ο Γκόλμαν, από την πλευρά του, θέτει το πρόβλημα στο επίπεδο της λειτουργίας της αγοράς: Πώς είναι δυνατόν να προστατευθεί το περιβάλλον όταν οι εταιρίες έχουν ως αντικειμενικό στόχο το κέρδος κι επομένως δεν έχουν συμφέρον να επιβαρυνθούν το κόστος μιας περιβαλλοντικά υπεύθυνης παραγωγής; Ο Γκόλμαν δείχνει να πιστεύει ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί από την ίδια την αγορά, εφόσον διορθωθούν κάποιες αδυναμίες της. Θεωρεί ότι υπάρχει έλλειμμα πληροφόρησης από την πλευρά των καταναλωτών οι οποίοι συχνά δε γνωρίζουν το περιβαλλοντικό κόστος της χρήσης του κάθε προϊόντος. Εάν όμως υπήρχε ένας αξιόπιστος μηχανισμός με τον οποίο να μπορούν να αποκτούν αυτή τη πληροφορία, θα μετέβαλαν αντίστοιχα τις αγορές τους. Η εξέλιξη της τεχνολογίας σε συνδυασμό με την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις οικολογικές ευαισθησίες του κοινού μπορεί να δώσει λύσεις. Π.χ. με το κατάλληλο λογισμικό εγκατεστημένο στο κινητό μας, θα μπορούσαμε να φωτογραφίζουμε το barcode του προϊόντος και να διαβάζουμε, κάνοντας χρήση σχετικής υπηρεσίας, για το πόσο περιβαλλοντικά φιλικό ή επαχθές είναι κι έτσι να αποφασίζουμε αν τελικά θα το αγοράσουμε ή όχι. Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε το σκεπτικό του Γκόλμαν που μας φαίνεται απλώς αφελές. Ναι μεν έχει αυξηθεί το ποσοστό των πολιτών που λαμβάνει υπόψη του τις περιβαλλοντικές συνέπειες των πράξεών του, αλλά αυτό δε σημαίνει και πολλά από μόνο του. Όλοι όσοι αγόραζαν μέχρι πρόσφατα τα απίστευτα ενεργοβόρα SUV, δεν είχαν ιδέα τι έπρατταν; Ή μήπως με το παχύ πορτοφόλι τους εξαγόραζαν και την οικολογική τους συνείδηση;
Ας μη γελιόμαστε, το πρόβλημα είναι πολιτικό. Στο «Η πρόκληση της Πράσινης ανάπτυξης» ο καθηγητής και νυν υφυπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης συγκεντρώνει κείμενά του με τα οποία κυκλώνεται η θεματική της πράσινης ανάπτυξης. Η κεντρική ιδέα είναι όχι να εγκαταλείψουμε το ιδεώδες της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά να το αναθεωρήσουμε συνολικά προς μια οικολογικά υπεύθυνη κατεύθυνση. Δε σημαίνει αυτό απαραίτητα ούτε μεγαλύτερο κόστος, ούτε υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου, αλλά σώφρονα αναπροσαρμογή της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, για παράδειγμα, αντί για την πριμοδότηση του ρυπογόνου αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης και της κατασκευής δρόμων που με τη σειρά τους οδηγούν σε αύξηση της οικοδόμησης σε περιβαλλοντικά προβληματικές περιοχές κ.ο.κ., θα έπρεπε να ενισχυθούν αποφασιστικά τα δημόσια μέσα μεταφοράς και ιδίως τα σταθερής τροχιάς. Γενικότερα, το κράτος θα πρέπει να αναλάβει έναν επιτελικό ρόλο με τον οποίο θα ενισχύσει τις κατάλληλες υποδομές και θα συντονίσει και θα διασυνδέσει τις οικονομικές δραστηριότητες ώστε να γίνουν «πράσινες». 

Εάν αυτή είναι μια προσέγγιση που τουλάχιστον θέτει το ζήτημα στην πολιτική του διάσταση, είναι αμφιλεγόμενη κι έχει δεχτεί κριτική στη βάση ότι δεν κάνει κάτι άλλο από το να συμφιλιώνεται με την καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας, που θα πει στην πράξη ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ριζικά το περιβαλλοντικό πρόβλημα. Ίσα-ίσα, έτσι ο καπιταλισμός ενσωματώνει στις δομές του την οικολογική ευαισθησία, την μετατρέπει κι αυτή σε εμπόρευμα και τελικά τα οφέλη για το περιβάλλον είναι ισχνά και σε βάθος χρόνου ίσως ακόμη χειρότερα. Ο Τζ. Μπ. Φόστερ  στο «Οικολογία και καπιταλισμός» αναλύει πώς το επεκτατικό πνεύμα του καπιταλισμού καταλύει τις ποιοτικές σχέσεις και τις μετατρέπει σε ποσοτικές – σε νομισματικούς όρους ή όρους ανταλλακτικής αξίας. Επομένως, υπάρχει κάτι το θεμελιακά ασυμβίβαστο με το σύστημα αξιών της πολιτικής οικολογίας και είναι μάταιο να επιχειρούμε να βρούμε μια βάση σύνθεσής τους. Ακόμη περισσότερο σήμερα με την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ευκολία με την οποία μετακινούνται κεφάλαια από μια μετοχή σε άλλη και το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, καταλύεται κάθε δεσμός με την τοπική κοινωνία και το τοπικό περιβάλλον, που δεν μπορεί παρά να είναι η αφετηρία κάθε οικολογία ευσυνείδητης συμπεριφοράς. 

Αν από την κριτική περάσουμε στη διάσταση της προγραμματικής πρότασης, σημείο αναφοράς γίνεται το πολυσυζητημένο «Το στοίχημα της αποανάπτυξης» του Σερζ Λατούς με το οποίο ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ορσέ διατυπώνει τη ριζοσπαστική θέση ότι η οικονομική μεγέθυνση δεν είναι επιθυμητή και πάντως δεν μπορεί να τίθεται ως αυτοσκοπός. Μπορεί μεν να παράγει πλούτο –όμως τι σημαίνει πλούτος είναι συζητήσιμο εφόσον συνυπολογίζονται ποσοστικοποιημένες και οικονομικές δραστηριότητες με αρνητικές όψεις¬–, αλλά παράγει ταυτόχρονα κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, εκμετάλλευση και περιβαλλοντική καταστροφή. Αντίθετα, η από-μεγέθυνση μπορεί να είναι κοινωνικά επωφελής, εφόσον εφαρμοστεί στην υπηρεσία δημοκρατικών αξιών και σχέσεων αλληλεγγύης αντί ανταγωνισμού και με πρώτιστο στόχο την ποιότητα κι όχι την ποσότητα και τον αλόγιστο κι αδιέξοδο καταναλωτισμό. Μήπως χρειάζεται να αλλάξουμε τρόπο σκέψης για να μην αναγκαστούμε να αλλάξουμε πλανήτη;

Σωτήρης Βανδώρος

Feedzilla: Europe News

BBC News - Politics

Harvard Magazine email Archive Feed

ΤΥΠΟΣ

« »

EMSC - Last 50 earthquakes worldwide